Ο Φρόυντ, ο «πατέρας της ψυχανάλυσης», τόνισε πόσο σημαντική είναι η αγάπη και η εργασία για τη ψυχική μας υγεία. Το ίδιο τόνισε και ο Ericson.
Έτσι τα νέα ζευγάρια ακολουθούν την αγάπη και όταν έχουν σταθμίσει κάποιους εργασιακούς και οικονομικούς παράγοντες προχωρούν στο να κάνουν οικογένεια.
Έχουμε όνειρα και προσδοκίες για την οικογένεια, για την τέλεια ανατροφή των παιδιών μας, για τις σχέσεις μας και βρισκόμαστε σε μία άγνωστη χώρα που τίποτα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα που εμείς έχουμε φανταστεί. Οι υποχρεώσεις πολλές.
Οι ανάγκες του ζευγαριού χάνονται μέσα στις ανάγκες των παιδιών και οι ανάγκες των παιδιών δεν καλύπτονται όσο και να προσπαθούν οι γονείς. Τα οικονομικά απαιτούν περισσότερες ώρες εργασίας, ο χρόνος των γονέων ελαχιστοποιείται και η αντοχή τους δε φτάνει να στηρίξει τις βιολογικές, αλλά κυρίως τις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών.
Η εκπαίδευση και γνώση του πώς θα είμαι με το σύντροφό μου, αλλά και ως γονιός, ανύπαρκτη. Κανείς δεν εκπαιδεύεται πριν στο πώς να γίνει γονιός (οι τηλεφωνήτριες για να αλλάξουν τα βύσματα εκπαιδεύονται μήνες). Έτσι, όταν φαινόμαστε ανάξιοι των πρώτων προσδοκιών και ονείρων μας, αρχίζουμε να νιώθουμε αρνητικά για τον εαυτό μας και αυτό μεταδίδεται άμεσα στα παιδιά μας. Τα παιδιά μεταφέρουν αυτή την αρνητική δόνηση στο σχολείο, επηρεάζεται και η ακαδημαϊκή τους επίδοση και ο κύκλος συμπληρώνεται.
Άλλη ζωή πιστέψαμε ότι θα ζούσαμε και άλλη πραγματικά ζούμε. Αν κάτι μας αναγκάσει να παραδεχτούμε αυτή τη διαφορά, τότε η στεναχώρια και η θλίψη προστίθενται στο καθημερινό άγχος. Ο καινούργιος κύκλος προστίθεται και αυτός πάνω στα παιδιά, κ.ο.κ.
Οι γυναίκες δε, που συνήθως προσαρμόζονται περισσότερο στους άλλους αλλά και στη φροντίδα του σπιτιού, νιώθουν συχνά πολύ στερημένες και βαθειά απογοητευμένες. Το οικογενειακό σύστημα «κολλάει» και η ζωή μοιάζει άσκοπη και κενή. Αυτό το κενό μπορεί να μας κάνει να δίνουμε περισσότερα στη δουλειά, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε το πόσο πλήττεται η προσωπική μας ζωή – αν δεν έχει ήδη γίνει ανύπαρκτη! Απωθούμε τα συναισθήματά μας, χάνεται η επικοινωνία στο ζευγάρι, αλλά και μεταξύ γονέων και παιδιών.
Αυτοί που δεν αιθεροβατούν, που συνειδητοποιούν τη σοβαρότητα της κατάστασης και δεν περιμένουν ότι «κάτι καλύτερο θα τους συμβεί αύριο» (μαγικός τρόπος σκέψης ενός πεντάχρονου παιδιού) αναλαμβάνουν δράση για να κάνουν αλλαγές. Ζητάνε βοήθεια από ειδικούς ή από το ευρύτερο σύστημα των οικογενειών τους. Αποφασίζουν να μειώσουν τις ώρες εργασίας, αλλάζουν βάρδιες – άλλος εργάζεται πρωί, άλλος απόγευμα – ή κάποιος από τους δύο αφήνει την εργασία του μέχρι να μεγαλώσουν τα παιδιά. Οι γονείς δοκιμάζουν τα πάντα με ανησυχία, αγωνία και ενοχές για τα παιδιά τους. Δεν είναι σίγουρο όμως πως θα ανακουφιστούν, παρ’ όλες τις προσπάθειές τους.
Στα 27 χρόνια εργασίας μου ως ψυχοπαιδαγωγός, οικογενειακή θεραπεύτρια και ειδικός στην Αυτοεκτίμηση, συμπονώ πολύ τους γονείς για το δύσκολο έργο τους στις καθημερινές συνθήκες ζωής. Η ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των παιδιών ενώ θα έπρεπε να είναι μια φυσική, αυθόρμητη και χαρούμενη εμπειρία, γίνεται ένας καιρός με «καταιγίδες», όσο χιούμορ και να βάλουμε σε αυτό.
Ζητείται από τους γονείς να είναι συνεχώς κάτι περισσότερο! Πιο ευέλικτοι, πιο ευφάνταστοι, πιο συνειδητοί, πιο χαρούμενοι, εφευρετικοί. Και να κάνουν περισσότερα: να πηγαίνουν τα παιδιά βόλτα, να τους αγοράζουν δημιουργικά παιχνίδια, να παίζουν μαζί τους με χαρά, να αυξήσουν τη νοημοσύνη τους, να φτιάχνουν σπιτικές λιχουδιές, να τους κάνουν εκπλήξεις. Να γίνουν σωστά μοντέλα για το παιδί τους, να γίνουν σούπερ – γονείς και κυρίως σούπερ – μαμά.
Κανείς δεν μπορεί να ζήσει με τέτοια στάνταρ. Δεν μπορείς να δίνεις τόσα πολλά, να κάνεις τόσα πολλά και να χαμογελάς! Έτσι οι γονείς εμπλέκονται σε μια αναγκαία ενοχή. Ενεργούν με τρόπους που δεν είναι το συναίσθημά τους. Έτσι αποξενώνονται από τα πραγματικά τους συναισθήματα και αυτό διδάσκουν και στα παιδιά τους.
Στο Κέντρο Συναισθηματικής Έρευνας και Αυτοεκτίμησης, μαζί με τους γονείς εξερευνούμε όλες αυτές τις ιδέες και τις καταστάσεις. Να σταματάμε τους δρόμους της «αυτό- ταλαιπωρίας» και να μην κολλάμε στις ενοχές. Να βρίσκουμε λειτουργικούς και ανακουφιστικούς τρόπους για την καθημερινότητά μας. Να είναι κάθε γονιός καλά με τον εαυτό του, γιατί αυτό είναι το πολυτιμότερο δώρο που μπορούμε να κάνουμε στα παιδιά μας.
Στις ατομικές και οικογενειακές συναντήσεις αλλάζουμε τη διάθεση και όχι το μυαλό σε γονείς και παιδιά. Οι γονείς είναι άνθρωποι και όχι ήρωες όπως απαιτούν σήμερα τα media, τα ειδικά σχολεία και πολλοί ειδικοί. Ένας γονιός πρέπει να σέβεται τα δικά του όρια. Είναι σημαντικό οι γονείς να δέχονται την πραγματικότητα των συναισθημάτων τους κάθε στιγμή. Το καλύτερο είναι να είμαστε αυθεντικοί και αυθόρμητοι με τα παιδιά μας. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να νιώσουμε και να γνωρίσουμε τα συναισθήματά μας για να μη δίνουμε διπλά μηνύματα στα παιδιά.
Οι γονείς πρέπει να μαθαίνουν να είναι αληθινοί με τον εαυτό τους, να εκτιμούν ο ένας τον άλλο, να δέχονται τις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους, να εκτιμούν τις καταστάσεις με αντικειμενικότητα, να φροντίζουν καθημερινά τη μεταξύ τους σχέση και – ως διά μαγείας – τα προβλήματα με τα παιδιά λύνονται και όλοι μαζί προχωρούν σε ένα Νόημα Ζωής ανακουφισμένοι.
Τα παιδιά σταματούν να κάνουν προκλήσεις γιατί έχει θωρακιστεί η αυτοεκτίμηση των γονέων και δεν εγκαταλείπουν εύκολα την πραγματική δική τους εικόνα, ούτε επηρεάζονται από τις απόψεις και τα σχόλια των άλλων.
Ο μόνος τρόπος να δώσει κάποιος αγάπη στο παιδί, είναι να το αφήσει να χρησιμοποιήσει τη δική του δύναμη για να προχωρήσει. Θα πρέπει να διαχωρίσουμε τις δικές μας ελπίδες και τα όνειρα από αυτά των παιδιών μας, να τους επιτρέψουμε να εκφραστούν όπως αυτά νομίζουν. Να επιτρέπουμε ακόμη και την αρνητική ατμόσφαιρα και τον αρνητικό λόγο να εκφράζονται και να βιώνονται. Όλα αυτά είναι ένα θαύμα!
Δρ Βίκυ Σίμου
Ψυχοθεραπεύτρια – Οικογενειακή θεραπεύτρια
Ειδικός στην αυτοεκτίμηση
Πηγή: Περιοδικό Parents