- pretty(πριτι)= όμορφη
- funny (φανι)= αστείος,-α,-ο
- young(γιανκ)=νέος, -α,-ο
- old (ολντ)=ηλικιωμένος, -η,-ο
- tall (τολ)=ψηλός, -ή, -ο
- short (σορτ)=κοντός, -ή, -ο
- angry(ανγκρι)=θυμωμένος, -η,-ο
- tired (ταιερντ)= κουρασμένος, -η,-ο
- bored (μπορντ)=βαριεστημενος,-η,-ο
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ : Αντιγραφή και Ορθογραφία