shop (σοπ) = κατάστημα
pet shop (πετ σοπ) = κατάστημα για κατοικίδια
toy shop (τόι σοπ) = κατάστημα για παιχνίδια
clothes shop (κλόουθς σέντερ) = κατάστημα ρούχων
shopping centre (σόπινγκ σέντερ) = εμπορικό κέντρο
supermarket (σούπερμαρκετ) = σούπερ μάρκετ
Λεξιλόγιο : Αντγραφή και Ορθογραφία
Επανάληψη : Student’s p. 19,20,21